- χαιροσύνη
- ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) «χαρμοσύνη, χαρά».[ΕΤΥΜΟΛ. < χαίρω + κατάλ. -σύνη*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαιροσύνη — joy fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαίρω — ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν 1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.) 2. (η προστ. β προσ. ενεστ.) χαίρε,… … Dictionary of Greek